- μεταλλάζω
- permuter
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μεταλλάζω — (Μ μεταλλάζω) βλ. μεταλλάσσω … Dictionary of Greek
μεταλλάζω — μετάλλαξα, μεταλλάχτηκα, μεταλλαγμένος 1. μτβ., αλλάζω κάτι, μεταβάλλω: Μετάλλαξε τις ιδέες του. 2. αμτβ., μεταβάλλομαι, παθαίνω αλλαγή, γίνομαι διαφορετικός: Μετά την εγκυμοσύνη μετάλλαξε το σώμα της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταλλάσσω — και μεταλλάζω (ΑM μεταλλάσσω, Α και μεταλλάττω, Μ μεταλλάζω) [αλλάσσω] 1. μεταβάλλω, επιφέρω αλλαγή, μετατρέπω, τροποποιώ («τὰν ἀνθρώπου ζόαν ἆται... μεταλλάσσουσι», Σοφ.) 2. υφίσταμαι μεταβολή, μεταβάλλομαι, αλλάζω («όλα τα πλούτη κι αφεντιές… … Dictionary of Greek